- ἀπερείσιος
- ἄπερεισιςfem gen sg (epic doric ionic aeolic)ἀπέρεισιςleaning uponfem gen sg (epic doric ionic aeolic)ἀπερείσιοςcountlessmasc/fem nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απερείσιος — ἀπερείσιος, ον (Α) βλ. απειρέσιος … Dictionary of Greek
ἀπερείσιον — ἀπερείσιος countless masc/fem acc sg (epic) ἀπερείσιος countless neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερείσια — ἀπερείσιος countless neut nom/voc/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερείσι' — ἀπερείσιι , ἄπερεισις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) ἀπερείσιε , ἄπερεισις fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) ἀπερείσιι , ἀπέρεισις leaning upon fem dat sg (epic doric ionic aeolic) ἀπερείσιε , ἀπέρεισις leaning upon fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειρέσιος — ἀπειρέσιος, α, ον κ. απερείσιος, α, ον (Α) 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αναρίθμητος, πολύς 3. ανείπωτος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη θέση της λ. στον στίχο. Ο παράλληλος … Dictionary of Greek